Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντικαταλλασσομαι
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντι-καταλλάσσομαι
атт. ἀντικαταλλάττομαι
; 1) отдавать взамен, менять, обменивать
ex. (τι ὑπέρ τινος Isocr. и τί τινος Dem., Plut.)
; 2) получать взамен
ex. (τι ἀντί τινος Isocr.)
; 3) возмещать
ex. (τι πρός τι Arst.)
φόνων φόνους ἀ. Plut. — мстить за убийства убийствами
; 4) обмениваться ex. (τι Arst.); pass. примиряться
ex. (ἀντικαταλλαγῆναί τινι Polyb.)