Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσπορευομαι
προσπορεύομαι
προσ-πορεύομαι
; 1) подходить, приближаться
ex. (τινι и πρός τι Polyb.)
προσπορευομένης τῆς νουμηνίας Arst. — с приближением новолуния
; 2) добиваться, домогаться
ex. (πρὸς τέν ἀγορανομίαν Polyb.)