Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αυτοματον
αὐτόματον
αὐτό-ματον
τό, in crasi ταὐτόματον
; 1) случай, случайность Arst.
ex. ἀπο τοῦ αὐτομάτου Thuc., Xen. и ἐκ τοῦ αὐτομάτου Polyb., Plut. — по воле случая, случайно
; 2) самопроизвольность
ex. (γίγνεσθαι διὰ τὸ αὐ., ἐκ ταὐτομάτου и τῷ αὐτομάτῳ Arst.)