Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαραομαι
ἐπαράομαι
ἐπ-ᾱράομαι
(aor. ἐπηρασάμην, pf. ἐπήραμαι)
; 1) призывать (посылать) проклятия, проклинать
ex. (τινι Her., Plat.)
ἐπηράσαντο, εἴ τι βουληθεῖεν … Isocr. — они пригрозили проклятием всякому, кто пожелал бы …;
τίνα τόνδ΄ ἐπηράσω λόγον ; Soph. — что за проклятие ты произнесла?
; 2) в виде проклятия призывать, желать
ex. (ἐξώλειάν τινι Dem.; κακὰς ὁδούς, κακὰς δ΄ ἐπανόδους Plut.)
; 3) давать клятвенный обет
ex. (σπονδὰς καθεῖναι καὴ ἐπαράσασθαι τάδε Eur.)