Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δεκτικος
δεκτικός
adj.=3 3
; 1) могущий вместить или принять (в себя), принимающий (в себя)
ex. (μόριον δεκτικὸν τροφῆς = ἡ κοιλία Arst.)
; 2) восприимчивый
ex. (ἐπιστήμης Plat.; αἰσθητῶν Arst.; δεκτικὸν ποιεῖν τινά τινος Plut.)
; 3) подверженный
ex. (γενέσεως καὴ φθορᾶς Arst.; οὐ δ. ὕπνου θεός Plut.)