Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιγελαω
ἐπιγελάω
ἐπι-γελάω
; 1) (добродушно, сочувственно) смеяться, улыбаться
ex. (τινι Xen., Plat.; ἐπιγελάσας ἔφη Plut.)
; 2) журчать
ex. (τὰ κύματα ἐπιγελᾷ Arst.)
; 3) быть ласковым, приветливым
ex. (λόγοι ἐπιγελῶντες καὴ φιλάνθρωποι Plut.)
; 4) насмехаться, издеваться
ex. (τινὰ ἐπιγελῶντα οὐ φέρειν Luc.)