Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφυγη
καταφυγή
κατα-φῠγή
ἡ
; 1) убежище, прибежище
ex. (ἔχει καταφυγέν θέρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς Eur.; κ. τὸ χωρίον ἐλάφοις Arst.)
κ. σωτηρίας Eur. — надежное убежище;
κ. κακῶν Eur. — спасение от бедствий;
καταφυγέν ἔχειν или ποιεῖσθαι εἴς τινα Eur. — искать убежища у кого-л.
; 2) уловка, увертка Dem.