Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κατακρεμαμαι
κατακρέμαμαι
κατα-κρέμᾰμαι
(
только
praes.
)
свисать
ex. (κώδωνες πολλοὴ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,