Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
φιλοτεχνεω
φιλοτεχνέω
φιλο-τεχνέω
; 1) заниматься искусством
ex. (τὸ οἴκημα, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, sc. Ἥφαιστος καὴ Ἀθηνᾶ Plat.)
; 2) искусно действовать
ex. φ. περί τι Plut. — искусно использовать что-л.;
κινεῖν τὸν ἀκροατέν φιλοτεχνῶν Plut. — умеющий искусно волновать аудиторию;
ἀμωσγέπως στρέφεσθαι καὴ φ. Plut. — всячески изворачиваться и стараться;
πεφιλοτεχνημένος πρός τι Diod. — ловко устроенный для какой-л. цели;
ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ποιῆσαι Diod. — они ухитрились развести множество рыбы