Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μετριαζω
μετριάζω
; 1) быть умеренным, сдержанным
ex. (τινί, Arst., πρός и περί τι Plat., ἔν τινι Dem. и ἐπί τινι Luc.)
διὰ τὸ μετριάζειν Arst. — благодаря умеренности;
μετρίαζε Soph. — будь сдержанным, успокойся;
ὁ μετριάζων (τῷ μεγέθει) Arst. — средний, нормальный
; 2) умерять, сдерживать
ex. (ψυχέν ὅρκοις Plat.)
; 3) слабеть, недомогать Men.