Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λειοτης
λειότης
-ητος ἡ
; 1) гладкость, ровность
ex. (σπλάγχνων Aesch.; κατόπτρων Plat.)
; 2) нежность, приятность
ex. (τῆς φωνῆς Arst.; παρηγορία καὴ λ. Plut.)
; 3) безволосость
ex. (λ. κατὰ κορυφέν φαλακρότης καλεῖται Arst.)