Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διορυσσω
διορύσσω
δι-ορύσσω
атт. διορύττω
; 1) прокапывать, прорывать
ex. (τάφρον Hom. - in tmesi; τὸν Ἄθω Lys., Isocr.; τέν κατὰ τέν θάλατταν χώραν Arst.; Χερρόννησον Dem.)
; 2) вести подкоп, проламывать
ex. (τοῖχον Her., Thuc., Arph., Dem.)
; 3) раскапывать, разрывать
ex. (τάφος διωρορυγμένος Plut.)
; 4) вскрывать
ex. (ἐπιστόλια ἀλλότρια Plut.)
; 5) закапывать, зарывать
ex. (ἐπὴ τιμωρίᾳ διωρυγμένος Diod.)
; 6) подкапывать, подрывать, разрушать
ex. (διορύξαι πράγματα Dem.)
διωρορυγμένος δωροδοκίᾳ Plut. — подкупленный
; 7) перен. раскапывать, разведывать
ex. (τὰ βουλευόμενα Plut.)
ἐπιστόλια ἀλλότρια δ. Plut. — вскрывать чужие письма