Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταλλασσω
καταλλάσσω
κατ-αλλάσσω
атт. καταλλάττω (aor. 1 pass. κατηλλάχθην, aor. 2 pass. κατηλλάγην)
; 1) тж. med. (о деньгах) обменивать
ex. (τὸ λοιπὸν χρυσίον Plut.; med. τὸ χρυσίον ἐπὴ ταῖς τραπέζαις Dem.)
; 2) обменивать, менять
ex. καταλλάττεσθαί τι πρός τι Plat., Arst. или ἀντί τινος Plat. — менять что-л. на что-л.;
τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη καταλλάττεσθαι Arst. — рисковать жизнью из-за пустяковых выгод
; 3) примирять, мирить
ex. (σφέας Her.; αὐτους πρὸς ἀλλήλους Arst.; τινὰ ἑαυτῷ NT.)
καταλλαχθῆναί τινι χόλου Soph. — примириться с кем-л.
; 4) (о враждебных чувствах и действиях) оставлять, прекращать
ex. (τὰς ἔχθρας καὴ τοὺς πολέμους, τέν ἔχθρην τινί Her.)