Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αμφιλαφης
ἀμφιλαφής
ἀμφι-λᾰφής
adj.=2 2
; 1) раскидистый, развесистый
ex. (δένδρεα Her.; πλάτανος Plat.; ἄμπελοι Luc.)
; 2) обширный
ex. (παστάς Theocr.; γῆ Plut.)
; 3) большой, крупный, огромный
ex. (ἐλέφαντες Her.)
; 4) обильный, богатый, щедрый
ex. (δόσις Aesch.)
ἡ χώρα ἀμφιλαφεῖς ὠφελείας ἔχουσα Plut. — страна, изобилующая всем
; 5) густой, частый, сильный
ex. (χιών, βρονταί Her.)
; 6) густо поросший
ex. (βουνός Plut.)
; 7) всеобщий
ex. (γόος Aesch.)