Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δασυνομαι
δασύνομαι
δᾰσύνομαι
; 1) (тж. ταῖς θριξίν Arst.) густо обрастать, становиться мохнатым или пушистым
ex. (τὸ ξυρὸν ἔρριψα ἵνα δασυνθείην Arph.; δασύνονται αἱ ὀφρύες Arst.)
κόρυς ἱππείαις θριξὴ δασυνομένη Anth. — шлем с султаном из конских волос
; 2) покрываться растительностью
ex. (ὅταν τὸ ὄρος δασύνηται Arst.)
; 3) грам. произноситься с густым придыханием
ex. (πνεῦμα δασυνόμενον Anth.)
τὸ φῖ τὸ πῖ ἐστι δασυνόμενον Plut. φ — есть π с густым придыханием