Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιφλεγω
περιφλέγω
περι-φλέγω
; 1) обжигать, сжигать, опалять (καταπιμπράναι καὶ π. τινά Plut.; πανταχόθεν περιφλεγόμενος Polyb.);
; 2) пылать, быть в огне:
τῶν τόπων ἐμπύρων ὄυτων καὶ περιφλεγόντων Plut. так как эти местности чрезвычайно жарки.