Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εντηκω
ἐντήκω
ἐν-τήκω
; 1) в расплавленном виде вливать
ex. (μόλιβδον, sc. εἰς τὰς τῶν λίθων ἁρμονίας Diod.; θερμὸν χαλκὸν εἴς τι Plut.)
; 2) (pf. ἐντέτηκα) глубоко проникать, въедаться
ex. (τὸ μῖσος ἐντέτηκέ τινί τινος Soph., Plat.; ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐντέτηκεν ἡ δεισιδαιμονία Diod.)
; 3) pass. (aor. 2 ἐνετάκην) глубоко проникаться
ex. ἐντακῆναι (v. l. ἐκτακῆναι) τῷ φιλεῖν Soph. — сгорать от любви