Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κρημνος
κρημνός
ὁ
; 1) гора, крутизна, круча, утес
ex. (κρημνοῦ ἀπαΐξας Hom.; κρημνοὴ καὴ ῥήγματα τῆς γῆς Arst.)
ποταμοῖο ὑπὸ κρημνούς Hom. — под крутыми берегами реки;
κρημνοὴ ἐπηρεφέες Hom. — высокие края (рва);
κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι Thuc. — прыгать с обрывов
; 2) гора
ex. (Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν Soph.; ирон. κρημνοὴ λόγων Arph.)