Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκποταομαι
ἐκποτάομαι
ἐκ-ποτάομαι
ион. ἐκποτέομαι (= ἐκπέτομαι)
; 1) слетать, ниспадать
ex. (νιφάδες ἐκποτέονται Hom.)
; 2) взлетать
ex. πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι ; Theocr. — куда воспарил ты в мыслях?