Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δελεαρ
δέλεαρ
-ᾰτος, дор. Theocr. ητος τό
; 1) приманка, наживка
ex. (θηρεύειν τοὺς νηρείτας εἰς τὸ δ. Arst.)
; 2) перен. приманка, соблазн
ex. (ἡδονή - μέγιστον κακοῦ δ. Plat.)
τοιόνδ΄ ἔχω σου δ. Eur. — есть у меня средство склонить тебя;
δ. τινι δέκα σπείρας ὑφεῖναι Plut. — подослать к кому-л. десять когорт, чтобы поощрить его (к бою)