Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποστελλω
ἀποστέλλω
ἀπο-στέλλω
; 1) отправлять, посылать
ex. (πρός τινα Her.; πρεσβείαν Thuc.; ἀποστόλους Dem.)
οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Her. — посланные сражаться
; 2) отсылать (обратно), отпускать
ex. (τινὰ πρὸς ναῦν πάλιν Soph.; ἀγγέλους Xen.)
; 3) отправлять в изгнание, изгонять ex. (τινὰ γῆς Soph.; ἔξω χθονός Eur.; ἐκ τῆς πόλεως Plat.); pass. быть изгоняемым Eur. и удаляться, уходить
ex. (ἐκ τῶν ἐμπορίων Dem.)
ὡς ἀπεστάλη Soph. — с тех пор, как он уехал
; 4) отбрасывать, подбирать
ex. (ἱμάτια ἀπό τινος Arph.)
; 5) гнать назад, отгонять
ex. (ὁ σεισμὸς ἀποστέλλει τέν θάλατταν Thuc.)