Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυναγειρω
ξυναγείρω
συν-ᾰγείρω
(aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)
; 1) собирать, созывать
ex. (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας Arph.)
συναγειρόμενοι и συναγρόμενοι Hom. — собравшиеся;
σ. πολὺν βίοτον Hom. — накапливать большие богатства;
κτήματ΄, ὅσα ξυναγείρατο Hom. — имущество, которое он нажил;
σ. ἑαυτόν Plat. — собираться с силами, приходить в себя;
ἡ θρασύτης ξυνηγείρετό μοι Plat. — я воспрянул духом
; 2) набирать, снаряжать
ex. (στόλον Her.; στρατόν Xen.)
; 3) устраивать, учреждать
ex. (τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.)