Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισεχω
εἰσέχω
εἰσ-έχω
ион. ἐσέχω
; 1) простираться, тянуться, доходить
ex. (ἡ διῶρυξ ἐσέχει ἐς τὸν ποταμόν Her.; κόλποι εἰσέχοντες ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάσσης Plut.)
; 2) быть смежным
ex. (θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα Her.)
; 3) входить, проникать
ex. (ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος Her.)