Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προοδος
πρόοδος
πρό-οδος
I.
ἡ
; 1) движение вперед, продвижение Xen.
ex. ἐν τῇ προόδῳ τοῦ ἔτους Arst. — по мере истечения года
; 2) жизненный путь
ex. εὐτελές τέν πρόοδον Luc. — обездоленный
; 3) выход
ex. (τέν πρόοδόν τινος περιμένειν Luc.)
; 4) место выхода
ex. (αἱ πρόοδοι καὴ αἱ εἴσοδοι Polyb.)
II.
ὁ передовой разведчик, дозорный Xen.