Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποστιλβω
ἀποστίλβω
ἀπο-στίλβω
; 1) блестеть, лосниться
ex. (ἀλείφατος Hom.; ὕδωρ ἀποστίλβον Arst.)
; 2) сверкать, пылать
ex. (περὴ τὰ ὄμματα ἀποστίλβον πῦρ Plut.)
; 3) блистать, сиять
ex. (κυανέῃσιν ἐθείραις Anth.)