Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρατρεπω
παρατρέπω
παρα-τρέπω
; 1) сворачивать (ἐκτὸς ὁδοῦ Hom.):
παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον Xen. заехав в Тенедос;
; 2) поворачивать (ἵππους Hom.);
; 3) отводить (ποταμόν Her., Plut.; τὸ ὕδωρ ἄλλῃ Thuc.);
; 4) извращать (τὸν λόγον Her.);
; 5) склонять, соблазнять (ὑπό τινων δώρων παρατρέπεσθαι Plat.);
; 6) отклонять:
παρατρέπεσθαι τοῦ λόγου Xen. отклоняться (отвлечься) от темы;
; 7) (из)менять или отменять (τι Her.).