Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσγειος
πρόσγειος
πρόσ-γειος
дор. προτίγειος adj.=2 2
; 1) близкий к земле
ex. (σελήνη Plat.; θαλάσσης τόποι Arst.)
; 2) прибрежный ex. (νῆσοι Arst.); держащийся близко к берегу
ex. (πολύποδες Arst.)
; 3) низменный, низкий
ex. (ταπεινὸς καὴ π. Luc.)
π. πτῆσις Plut. — низкий полет (ласточки)