Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κακουργια
κακουργία
κᾰκ-ουργία
эп. κᾰκοεργίη ἡ
; 1) преступление, злодеяние
ex. (κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ΄ ἀμείνων Hom.)
τὸ δ΄ ἐπὴ κακουργίᾳ καὴ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν Thuc. — (коркирцы) устроили это по злому умыслу, а не вследствие добродетельности
; 2) нечестность, обман
ex. (τῶν πωλούντων Plat.)
; 3) вред, ущерб
ex. (τῆς πόλεως Plat.)
; 4) порок, недостаток
ex. (τοῦ ἵππου Xen.)