Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κοιλον
κοῖλον
I.
τό
; 1) впадина, углубление
ex. (τοῦ λιμένος Thuc.)
πολλὰ κοῖλα παντοδαπὰ τὰ μεγέθη Plat. — множество углублений, различных по величине
; 2) низина, долина
ex. (τὰ κοῖλα καὴ τὰ δασέα Arph.)
; 3) анат. полость, желудочек
ex. (τῆς καρδίας, τῶν νεφρῶν Arst.)
; 4) вогнутая сторона, вогнутость
ex. (ὁ κύκλος ἐν τῷ αὐτῷ πως τὸ κυρτὸν καὴ τὸ κ., sc. ἔχει Arst.)
; 5) (втянутый) бок
ex. (τὰ κοῖλα, sc. τοῦ λέοντος Arst.)
; 6) глубина
ex. (τὰ κοῖλα γαστρός Eur.)
II.
adv. глухо
ex. (φθέγγεσθαι Luc.)