Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκφυσαω
ἐκφυσάω
ἐκ-φῡσάω
; 1) выдыхать, выдувать
ex. (τὸ πῦρ ἐκφυσᾶτο κατὰ τῶν ὑπεναντίων Polyb.)
ὕπνον βαρὺν ἐ. Theocr. — храпеть в глубоком сне;
ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος Aesch. — река бушует
; 2) перен. раздувать, разжигать
ex. (πόλεμον Arph.)
; 3) перен. надувать
ex. ἐκπεφυσημένος Polyb. — надменный, чванный
; 4) бить ключом, вспыхивать, вырываться
ex. (φλόγες ἐκ γῆς ἐκφυσήσασαι Arst.)