Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκτομη
ἐκτομή
ἐκ-τομή
ἡ
; 1) вырез
ex. (καταστρωμάτων ἐν ταῖς τριήρεσιν Plut.)
ἐ. κρημνώδης καὴ στενή Plut. — узкая тропа, высеченная в скалах:
τῆς γῆς ἐκτομαί Plut. — куски дерна;
ἐκτομέν ἔχειν γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Plut. — иметь вид прерывистой спирали
; 2) оскопление, кастрация Her., Plat., Arst.