Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πολυπλανητος
πολυπλάνητος
πολυ-πλάνητος
ион. πουλυπλάνητος adj.=2 2
(ᾰ)
; 1) долго странствовавший
ex. (τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος Her.)
πολυπλάνητοι πόνοι Eur. — мучительные скитания
; 2) подверженный постоянным изменениям, полный превратностей
ex. (αἰών Eur.)
; 3) направляемый то туда, то сюда
ex. πολυπλάνητα τὰ χερὸς ὀρέγματα Aesch. — часто сыплющиеся удары