Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαλειφω
ἐξαλείφω
ἐξ-ᾰλείφω
(fut. ἐξαλείψω; pass.: aor. 1 ἐξηλείφθην, aor. 2 ἐξηλείφην, pf. ἐξαλήλιμμαι - редко ἐξήλειμμαι или ἐξήλιμμαι)
; 1) med. намазывать, натирать себе
ex. (σῶμα γύψῳ Her.)
; 2) med. окрашивать себе
ex. (μίλτῳ τι Her.)
; 3) покрывать известью, штукатурить
ex. (τεῖχος ἐξαληλιμμένον Thuc.)
; 4) реже med. стирать, изглаживать, вычеркивать
ex. (τὰ πρόσθεν Plat.; τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου Xen.; τὸ ὄνομά τινος Plut.)
; 5) стирать с лица земли, уничтожать
ex. (πόλιν ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Thuc.; σπέρμα Πελοπιδῶν Aesch.; τινά Eur.; ἴχνος τινὸς τῆς ψυχῆς Plut.)
ἐξαλείψασθαί τι φρενός Eur. — изгладить что-л. из своей памяти
; 6) перечеркивать, отменять
ex. (νόμους Lys.)
; 7) заглаживать
ex. (τὰς ἁμαρτίας NT.)