Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαρμοττω
διαρμόττω...
διαρμόζω, διαρμόττω
; 1) разделять, распределять размещать
ex. (ἄλλον ἄλλοσε Eur.)
; 2) med. слаживать, устраивать, настраивать
ex. (τι πρὸς τὸ μέλλον Polyb.; κιθάρα διηρμοσμένη πρὸς ᾠδήν Plut.)