Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποκειμαι
ἀπόκειμαι
ἀπό-κειμαι
; 1) лежать в стороне
ex. (τινος Pind.)
; 2) быть отложенным про запас, храниться, быть накопленным
ex. (αἱ βάλανοι ἀποκείμεναι Xen.; σῖτος ἀποκείμενος Dem., Plut.)
ἀποκείμεναι παρ΄ αὐτῷ τεσσαράκοντα μναῖ Lys. — находившиеся у него на хранении 40 мин
; 3) быть уготованным, быть предназначенным, предназначаться
ex. (τινι Plat., Dem., Diod.)
εὔνοια ἀπόκειταί τινι Xen. — следует относиться благосклонно к кому-л.
; 4) быть заброшенным, забытым
ex. (ἀποκείμενος καὴ παλαιός Diod.; ἀποκειται ἀκλεές καὴ ἀπόθητος Plut.)