Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταθεαομαι
καταθεάομαι
κατα-θεάομαι
(εᾱ)
; 1) сверху смотреть, взирать, наблюдать
ex. (τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.)
; 2) устремлять взор
ex. (εἰς πολεμίους καὴ τοὺς φίλους Xen.)
; 3) обозревать, осматривать
ex. (τέν χώραν, τὰς τάξεις Xen.)
; 4) следить, наблюдать
ex. (φορὰς ἄστρων Plut.)