Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παιδευμα
παίδευμα
παίδευμα, ατος τό
; 1) предмет обучения или преподавания, дисциплина, наука (παιδεύματα καλὰ καὶ προσήκοντα Plat.);
; 2) тж. pl. воспитанник, питомец (γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν Plat.):
Πιτθέως παιδεύματα Eur. = Ἱππόλυτος;
πόντου παιδεύματα Plut. = ἰχθύες;
μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα Eur. овцы, вскормленные лесистым Парнассом.