Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποκρουω
ἀποκρούω
ἀπο-κρούω
; 1) отбивать, отламывать
ex. κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον Arph. — чашка с отбитым краем
; 2) преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать
ex. (φύλακας τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, τρεῖς προσβολάς Plut.)
; 3) pass. терпеть крушение, неудачу
ex. τοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. — быть опрокинутым лошадью;
ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας Thuc., Polyb. — терпеть неудачу в своей попытке