Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θησαυριζω
θησαυρίζω
; 1) хранить, сохранять, сберегать
ex. (ἐν ἀσφαληΐῃ τὰ χρήματα, τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι Her.; ὅπλα τεθησαυρισμένα Plut.)
; 2) откладывать про запас, накапливать
ex. (ἢ φάρμακα ἢ σῖτα ἢ ποτά Xen.; τέν τροφήν Arst.; θησαυροὺς ἑαυτῷ ἐπὴ γῆς NT.)
; 3) тж. med. хранить в душе, накапливать в памяти
ex. (χάριτας Diod.; ἑαυτῷ ὑπομνήματα θησαυρίζεσθαι Plat.; ὀργέν ἑαυτῷ NT.)
τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Diod. — накопившаяся к кому-л. ненависть