Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διερειδω
διερείδω
δι-ερείδω
; 1) подпирать (sc. οἰκίας Plut.); med. опираться
ex. (σκίπωνι Eur.; τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ Arph.)
; 2) med. противиться, сопротивляться
ex. (πρός τι Polyb., Plut. и περί τινος Polyb.)