Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξοριζω
ἐξορίζω
ἐξ-ορίζω
; 1) прогонять за границу, изгонять прочь (за пределы)
ex. (γᾶθέν (= γῆθέν) τινα Eur.; τοὺς ἀνιάτους Arst.; τοῦτο τὸ θηρίον Dem.; ἐξωρίσθη εἰς Κέρσικαν νῆσον Plut.)
; 2) изгонять, искоренять
ex. (ἀγριότητα Plat., Dem.; αἰσχρολογίαν Arst.)
; 3) переступать пределы, покидать
ex. ἄλλην ἀπ΄ ἄλλης ἐ. πόλιν Eur. — скитаться из страны в страну
; 4) выбрасывать, выкидывать
ex. (τὸ σῶμά τινος Plut.)
ἐξορίσαι τινὰ πτανοῖς θοίναν Eur. — бросить кого-л. на съедение (хищным) птицам
; 5) med. вести свое начало, происходить, проистекать
ex. (παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακόν Eur.)