Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαφωτιζω
διαφωτίζω
δια-φωτίζω
(fut. διαφωτίσω - атт. διαφωτιῶ)
; 1) досл. освещать, озарять, перен. разоблачать
ex. (ἀποκαλύψαι καὴ διαφωτίσαι τι Luc.)
; 2) просвещать
ex. (τέν ψυχήν Plut.)
; 3) расчищать, освобождать
ex. βίᾳ διαφωτίσαι τὸν τόπον Plut. — силой проложить себе дорогу