Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εθιζω
ἐθίζω
(fut. ἐθίσω - атт. ἐθιῶ, aor. εἴθισα, pf. εἴθικα; pass.: aor. εἰθίσθην, pf. εἴθισμαι)
; 1) приучать
ex. (τινά τι Xen., τινὰ πρός τι Luc. и τινὰ ποιεῖν τι Isocr., Plat., Arst.)
τοῦτο τὸ ἔθος ὑμᾶς εἴθικεν ἀφόβως ἀποκρίνεσθαι Plat. — он привил вам привычку бесстрашно отвечать
; 2) преимущ. pass. приучаться, привыкать, свыкаться
ex. (τι Xen., Plat., Arst., πρός τι Arst., σύν τινι Xen. и ποιεῖν τι Xen., Plat., Arst., Plut.)
παλαιὰ καὴ εἰθισμένα καὴ ἔννομα Xen. — старое, привычное и узаконенное;
τὸ εἰθισμένον ὥσπερ πεφυκὸς ἤδη γίγνεται Arst. — привычка становится как бы природой;
ὁ νότος εἴθισται εἰς τὰ ἐναντία μεταβάλλειν Arst. — нот (южный ветер) обыкновенно меняет свое направление на противоположное