Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενδιαερανερινηχετος
ἐνδιαερανερινήχετος
ἐνδι-ᾱερ-ᾱνερι-νήχετος
adj.=2 2
сочиненный парящими в воздухе мужами, v. l. ἐνδι-ᾱερι-αυρι-νήχετος ??2 ирон. проплывающий воздушные пространства
ex. (ἀναβολαί Arph.)