Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρεσις
πάρεσις
πάρ-εσις, εως ἡ
; 1) отпускание, отпуск (ἡ Διονυσίου π. ἐκ Συρακουσῶν Plut.);
; 2) расслабление (εἰς πάρεσιν αί μέθαι τελευτῶσιν Plut.);
; 3) отпущение, прощение (τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων NT).