Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακομιζω
κατακομίζω
κατα-κομίζω
; 1) доставлять (к побережью), вывозить ex. (σῖτον τῷ στρατεύματι Thuc.; ἁμάξας μεγάλας κρόκου Arst.; τα ἀπὸ τῆς χώρας εἰς τέν πόλιν Diod.; παῖδας και γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν Dem.; ἐπὴ θάλασσάν τι Plut.); med. привозить себе
ex. (ὡραῖα πλοίοις Plat.)
; 2) доставлять в порт, приводить
ex. (ναῦν ἐκεῖσε или Ἀθήναζε Dem.; τριήρεις Aeschin.)