Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαποικιλλω
διαποικίλλω
δια-ποικίλλω
; 1) испещрять, расписывать
ex. (ὄρος διαπεποικιλμένον ἄνθεσιν Arst.; θυρεούς Plut.)
; 2) приукрашивать
ex. (πᾶσι τοῖς εἴδεσι τέν ποίησιν Isocr.; ἀπάταις τὰ πολλὰ τοῦ πολέμου Plut.)
; 3) составлять из разных частей
ex. (διαπεποικιλμένος ἔκ τινων Plat.)