Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γαληνη
γαλήνη
γᾰλήνη
дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἡ
; 1) безветрие, штиль
ex. (λευκέ γ. Hom.; νηνεμία τε καὴ γ. Plat.; γαλῆναι καὴ εὐδίαι Arst.)
; 2) спокойное море, морская гладь
ex. (γ. ὁμαλότης θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.)
ἐλάαν γαλήνην Hom. — плыть по спокойному морю
; 3) спокойствие, безмятежность, ясность
ex. (φρόνημα νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. ἡσυχία τε Plat.; σοφία καὴ γ. Plut.)
; 4) гален, сернистый свинец Plin.