Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξωθεω
ἐξωθέω
ἐξ-ωθέω
(fut. ἐξώσω, aor. ἐξέωσα; pass.: fut. ἐξωσθήσομαι, aor. ἐξεώσθην)
; 1) выталкивать, вытеснять, изгонять
ex. (τινα γῆς Soph.; τὰς ναῦς πρὸς τέν γῆν Thuc.; перен. τὸν εὐρῶτα τῆς ψυχῆς Plut.)
ἐξῶσαι φθονερὰν γλώσσας ὀδύναν Soph. — выразить горькими словами (свою) боль, т.е. отвести душу
; 2) отталкивать, отвергать
ex. (τοὺς δίκῃ νικῶντας ἐ. Soph.; τὸν νόμον Plut.)
; 3) отбрасывать, оттеснять
ex. (τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τὰς ἁμάξας Thuc.; ἐξωσθῆναι εἰς τὸ Λιβυκόν Plut.)
; 4) вгонять, вовлекать, ввергать
ex. (τέν πόλιν εἰς χαλεπόν Plut.)
; 5) задерживать
ex. ἐξωσθῆναι ἐς χειμῶνα Thuc. — быть задержанным до зимы;
ἐξωσθήσομαι εἰπεῖν Dem. — мне не дадут сказать