Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ελιξ
ἕλιξ
I.
-ῐκος adj.
; 1) криворогий, по друг. описывающий кривые борозды
ex. (βοῦς Hom., Soph.; ταῦρος Theocr.)
; 2) вьющийся, волнистый
ex. (χλόα Eur.)
II.
-ῐκος ἡ
; 1) зигзаг, извив
ex. (ἕλικες στεροπῆς Aesch.)
; 2) извив, кольцо
ex. (ἀμφελικτὸς ἕλικα δράκων Eur.)
; 3) завиток
ex. (αἱ ἕλικες τοῦ ὠτός Arst.)
; 4) извилина, поворот
ex. (πόροι ἕλικας ἔχουσιν Arst.)
; 5) завитушка, локон
ex. (τῶν βοστρύχων τῆς κεφαλῆς ἕλικες Luc.)
; 6) круговое движение, круговорот
ex. (αἱ ἕλικες τοῦ οὐρανοῦ Arst.)
; 7) щупальце
ex. (πολυπόδου ὀκτάτονοι ἕλικες Anth.)
; 8) плющ
ex. (ἕ. νεότομος Eur.)
; 9) лоза
ex. (βότρυος ἕ. Arph.)
; 10) браслет, запястье
ex. (πόρπαι θ΄ ἕλικες Hom.)
; 11) Arst. = ἑλικτήρ
; 12) спиральная обмотка (sc. τῆς σκυτάλης Plut.)
; 13) вихрь
ex. (ἡ ἕ. συγκατάγουσα τὸ νέφος Arst.)